Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ειρηνικός λαός

  • 1 мирный

    мирный 1) в рази. знач. ειρηνικός· \мирный народ о ειρηνικός λαός· \мирный договор η συνθήκη ειρήνης· \мирныйое сосуществование η ειρηνική συνύπαρξη' решение разногласий \мирныйым путём η ειρηνική επίλυση διαφορών 2) (спокойный) ήσυχος, ήρεμος
    * * *
    1) в разн. знач. ειρηνικός

    ми́рный наро́д — ο ειρηνικός λαός

    ми́рный догово́р — η συνθήκη ειρήνης

    ми́рное сосуществова́ние — η ειρηνική συνύπαρξη

    реше́ние разногла́сий ми́рным путём — η ειρηνική επίλυση διαφορών

    2) ( спокойный) ήσυχος, ήρεμος

    Русско-греческий словарь > мирный

  • 2 мирный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. ειρηνικός• ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•

    мирный народ ειρηνόφιλος λαός•

    -ое государство ειρηνόφιλο κράτος.

    || φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος•

    мирный человек φιλήσυχος άνθρωπος•

    -ая жизнь ειρηνική ζωή•

    мирный характер ήσυχος (ήπιος) χαρακτήρας•

    -ое урегулирование ειρηνικός διακανονισμός.

    2. ειρηνευτικός•

    -ая политика πολιτική ειρήνης•

    -ое время ειρηνική περίο, δος.

    || της ειρήνης•

    мирный трактат συνθήκη ειρήνης•

    -ая конференция διάσκεψη ειρήνης.

    Большой русско-греческий словарь > мирный

См. также в других словарях:

  • ειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που υπάρχει ή συμβαίνει σε καιρό ειρήνης: Έργα ειρηνικά. 2. που συντελεί στην ειρήνη, ειρηνευτικός, συμφιλιωτικός: Ειρηνικές προσπάθειες του ΟΗΕ. 3. που αγαπάει την ειρήνη, φιλειρηνικός, φιλήσυχος: Ειρηνικός λαός. – Ειρηνικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • λωτοφάγος — ο (Α λωτοφάγος, ον) 1. αυτός που τρέφεται με λωτούς 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Λωτοφάγοι αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές τής βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή τής Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή… …   Dictionary of Greek

  • Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • Υπερβόρειοι — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τους κατοίκους του απώτατου Βορρά, για τους οποίους κυκλοφορούσαν παράδοξοι θρύλοι. Οι Υ. ήταν, σύμφωνα με αυτούς, ειρηνικός και δίκαιος λαός, γι’αυτό και πήγαινε εκεί, κάθε φθινόπωρο, ο Απόλλων και από εκεί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»